- Πηλιάδας
- Πηλιάδᾱς , Πηλεύςson of Peleusmasc acc plΠηλιάδᾱς , Πηλεύςson of Peleusmasc nom sg (epic doric aeolic)Πηλιάςoffem acc plΠηλιακόςonfem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιπροθέω — ἐπιπροθέω (Α) [προθέω] τρέχω επιπλέον προς τα εμπρός («Πηλιάδας δὲ παρεξήμειβον ἐριπνὰς αἰεὶ ἐπιπροσθέοντες», Απολλ. Ρόδ.) … Dictionary of Greek
παρεξαμείβω — Α 1. παραπλέω 2. βαδίζω κοντά σε κάποιον («Πηλιάδας δὲ παρεξήμειβον ἐριπνάς», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐξαμείβω «διαβαίνω από έναν τόπο, αποσύρομαι, φεύγω»] … Dictionary of Greek